Ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV) είναι ένας RNA ιός που προκαλεί φλεγμονή του ήπατος. Ανήκει στην οικογένεια Flaviviridae και χαρακτηρίζεται από υψηλή μεταλλακτικότητα, γεγονός που δυσκολεύει την ανάπτυξη εμβολίου. Η λοίμωξη μπορεί να εξελιχθεί σε χρόνια μορφή, οδηγώντας σε σοβαρές επιπλοκές όπως κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Υπάρχουν έξι κύριοι γενότυποι του ιού με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η μετάδοση του HCV γίνεται κυρίως μέσω του αίματος. Οι κύριοι τρόποι μετάδοσης περιλαμβάνουν τη χρήση μολυσμένων βελονών, μεταγγίσεις αίματος πριν το 1992, μη ασφαλείς ιατρικές πρακτικές και σπάνια τη σεξουαλική μετάδοση. Ομάδες υψηλού κινδύνου είναι οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, τα άτομα με συχνές ιατρικές επεμβάσεις και οι εργαζόμενοι στον υγειονομικό τομέα.
Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι περίπου 100.000-150.000 άτομα είναι μολυσμένα με τον HCV, με επιπολασμό 1-2% του γενικού πληθυσμού. Η συχνότητα είναι υψηλότερη σε ορισμένες ομάδες κινδύνου, ενώ παρατηρείται σταδιακή μείωση των νέων κρουσμάτων χάρη στα προγράμματα πρόληψης και τις βελτιωμένες πρακτικές ασφάλειας στις υγειονομικές μονάδες.
Η οξεία λοίμωξη HCV συχνά είναι ασυμπτωματική ή παρουσιάζει ήπια συμπτώματα όπως κόπωση, ναυτία και ελαφριά πυρετό. Τα χρόνια συμπτώματα αναπτύσσονται σταδιακά και περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση του HCV βασίζεται σε σειρά εργαστηριακών εξετάσεων. Αρχικά γίνεται έλεγχος για αντισώματα κατά του HCV (anti-HCV), ακολουθούμενος από ποσοτικό προσδιορισμό του ιικού RNA (HCV RNA) για επιβεβαίωση ενεργούς λοίμωξης. Επιπλέον εξετάσεις περιλαμβάνουν γονοτύπηση, ηπατικές ένζυμα (ALT, AST) και αξιολόγηση της ηπατικής λειτουργίας για καθορισμό της βαρύτητας της νόσου.
Η έγκαιρη διάγνωση του HCV είναι κρίσιμη για την πρόληψη σοβαρών επιπλοκών. Η έγκαιρη θεραπεία μπορεί να επιτύχει ίαση σε ποσοστό άνω του 95% με τις σύγχρονες αντιιικές θεραπείες. Επιπλέον, η έγκαιρη ανίχνευση επιτρέπει τη λήψη μέτρων πρόληψης της μετάδοσης και την παρακολούθηση για έγκαιρη αντιμετώπιση πιθανών επιπλοκών όπως η κίρρωση ή ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος.
Στην Ελλάδα, τα άμεσα αντιιικά φάρμακα (DAAs) αποτελούν το πρότυπο θεραπείας για τον ιό της ηπατίτιδας C. Τα φάρμακα αυτά είναι διαθέσιμα μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ) και συνταγογραφούνται από ειδικευμένους γιατρούς. Η θεραπεία παρέχεται δωρεάν μέσω του δημόσιου συστήματος υγείας σε νοσοκομεία αναφοράς. Τα κυριότερα DAAs που διατίθενται περιλαμβάνουν sofosbuvir, ledipasvir, velpatasvir, glecaprevir και pibrentasvir. Η πρόσβαση στη θεραπεία έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα περισσότεροι ασθενείς να λαμβάνουν αποτελεσματική φαρμακευτική αγωγή.
Το sofosbuvir είναι αναλογικό νουκλεοτίδιο που στοχεύει την πολυμεράση NS5B του HCV, εμποδίζοντας την αντιγραφή του ιικού RNA. Το ledipasvir αναστέλλει την πρωτεΐνη NS5A, απαραίτητη για την αντιγραφή και συναρμολόγηση του ιού. Το velpatasvir λειτουργεί επίσης ως αναστολέας της NS5A, προσφέροντας ευρύτερο φάσμα δράσης σε όλους τους γονότυπους του HCV. Αυτοί οι τρεις μηχανισμοί δράσης συνδυάζονται στις σύγχρονες θεραπείες για να εξασφαλίσουν μέγιστη αποτελεσματικότητα και ελάχιστη ανάπτυξη αντίστασης στον ιό.
Οι συνδυαστικές θεραπείες αποτελούν τη βάση της αντιμετώπισης του HCV. Τα κυριότερα σχήματα περιλαμβάνουν το sofosbuvir/ledipasvir και το sofosbuvir/velpatasvir, που λαμβάνονται από του στόματος μία φορά ημερησίως. Η διάρκεια θεραπείας κυμαίνεται από 8 έως 12 εβδομάδες, ανάλογα με τον γονότυπο του ιού και την κατάσταση του ήπατος. Τα σχήματα αυτά επιτυγχάνουν ποσοστά ίασης άνω του 95%, καθιστώντας την ηπατίτιδα C μια ιάσιμη νόσο με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Η διάρκεια θεραπείας με DAAs κυμαίνεται συνήθως από 8 έως 12 εβδομάδες. Τα ποσοστά ίασης με τις σύγχρονες θεραπείες φθάνουν το 95-98% για όλους τους γονότυπους. Η ίαση ορίζεται ως μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο 12 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας (SVR12). Οι ασθενείς με κίρρωση μπορεί να χρειάζονται μεγαλύτερη διάρκεια θεραπείας για βέλτιστα αποτελέσματα.
Η επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος εξαρτάται από διάφορους παράγοντες:
Ο γιατρός αξιολογεί όλους αυτούς τους παράγοντες για να επιλέξει το βέλτιστο θεραπευτικό πρωτόκολλο.
Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτικό έλεγχο του ιικού φορτίου και ηπατικών ενζύμων. Οι εξετάσεις πραγματοποιούνται στην 4η εβδομάδα θεραπείας, στο τέλος της θεραπείας και 12 εβδομάδες μετά. Η μη ανιχνεύσιμη ιιαιμία στις 4 εβδομάδες προβλέπει επιτυχή έκβαση. Παρενέργειες παρακολουθούνται συνεχώς, ενώ ο γιατρός αξιολογεί την ανάγκη προσαρμογής δοσολογίας ή αλλαγής σχήματος θεραπείας.
Τα σύγχρονα φάρμακα κατά της ηπατίτιδας C γενικά παρουσιάζουν λιγότερες παρενέργειες σε σύγκριση με τις παλαιότερες θεραπείες. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν περιλαμβάνουν:
Οι περισσότερες παρενέργειες είναι ήπιες και παροδικές, ενώ οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σπάνιες με τα νέα σχήματα θεραπείας.
Η χρήση των φαρμάκων για την ηπατίτιδα C απαιτεί προσοχή σε ορισμένες περιπτώσεις. Σημαντικές αντενδείξεις περιλαμβάνουν τη σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια και την ιστορία αλλεργικών αντιδράσεων στα συστατικά των φαρμάκων.
Οι φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα με αντιεπιληπτικά φάρμακα, αντιβιοτικά, καρδιακά φάρμακα και ιμμουνοκατασταλτικά. Είναι απαραίτητη η ενημέρωση του γιατρού για όλα τα φάρμακα που λαμβάνετε.
Για την ασφαλή χρήση των φαρμάκων κατά του HCV, θα πρέπει να ακολουθείτε πιστά τις οδηγίες του γιατρού σας και να λαμβάνετε τα φάρμακα στις συγκεκριμένες ώρες. Αποφεύγετε τη διακοπή της θεραπείας χωρίς ιατρική συμβουλή και ενημερώνετε αμέσως τον θεράποντα ιατρό σε περίπτωση εμφάνισης ανεπιθύμητων συμπτωμάτων.
Η πρόληψη της μετάδοσης της ηπατίτιδας C είναι καθοριστικής σημασίας για τη δημόσια υγεία. Τα κυριότερα μέτρα προστασίας περιλαμβάνουν:
Η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους ασθενείς με ηπατίτιδα C. Συνιστάται η πλήρης αποχή από το αλκοόλ, καθώς επιδεινώνει τη βλάβη του ήπατος. Η διατροφή θα πρέπει να είναι ισορροπημένη, πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, με περιορισμό των λιπαρών και επεξεργασμένων τροφών.
Η τακτική άσκηση, η διατήρηση υγιεινού βάρους και η αποφυγή του καπνίσματος συμβάλλουν στη βελτίωση της συνολικής υγείας του ήπατος. Επίσης, είναι σημαντικός ο εμβολιασμός κατά των ηπατιτίδων A και B για την αποφυγή επιπρόσθετης επιβάρυνσης του ήπατος.
Η πλήρης συμμόρφωση στο θεραπευτικό σχήμα είναι κρίσιμη για την επίτευξη της ίασης. Η διακοπή ή η ακανόνιστη λήψη των φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει σε θεραπευτική αποτυχία και ανάπτυξη αντοχής του ιού.
Είναι απαραίτητο να τηρείτε πιστά το πρόγραμμα λήψης των φαρμάκων και να παρακολουθείτε τακτικά τις ιατρικές εξετάσεις. Η επικοινωνία με την ιατρική ομάδα και η άμεση αναφορά τυχόν προβλημάτων ή ερωτημάτων συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της θεραπείας.