Τα αντιαλλεργικά φάρμακα είναι ιατρικές ουσίες που σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίζουν και να ανακουφίζουν τα συμπτώματα των αλλεργικών αντιδράσεων. Αυτά τα φάρμακα δρουν στον οργανισμό μπλοκάροντας την δράση της ιστιδίνης, μιας χημικής ουσίας που απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια αλλεργικών αντιδράσεων και προκαλεί τα χαρακτηριστικά συμπτώματα.
Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες φαρμάκων που θεραπεύουν λοιμώξεις ή χρόνιες παθήσεις, τα αντιαλλεργικά εστιάζουν στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος. Στη σύγχρονη ιατρική, αποτελούν απαραίτητο εργαλείο για εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως που πάσχουν από αλλεργίες, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής τους και επιτρέποντας την καθημερινή τους δραστηριότητα χωρίς τον περιορισμό των αλλεργικών συμπτωμάτων.
Οι αλλεργίες περιβάλλοντος αποτελούν τη συχνότερη μορφή αλλεργικών αντιδράσεων και περιλαμβάνουν αντιδράσεις σε γύρη δέντρων και φυτών, σκόνη, ακάρεα και τρίχες ή πιτυρίδα ζώων. Οι τροφικές αλλεργίες εκδηλώνονται με την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφίμων όπως ξηροί καρποί, γάλα ή θαλασσινά.
Οι δερματικές αλλεργίες και τα εκζέματα προκαλούνται από επαφή με αλλεργιογόνες ουσίες, ενώ οι εποχιακές αλλεργίες εμφανίζονται κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης γύρης στην ατμόσφαιρα.
Σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να εκδηλωθούν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις όπως το αναφυλακτικό σοκ, που απαιτούν άμεση ιατρική παρέμβαση και χρήση εξειδικευμένων αντιαλλεργικών φαρμάκων.
Τα αντιισταμινικά πρώτης γενιάς, όπως η χλωρφαινιραμίνη, χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να διασχίζουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Αυτό προκαλεί κυρίως υπνηλία και μειωμένη συγκέντρωση, γι' αυτό συνιστώνται για χρήση πριν τον ύπνο.
Τα νεότερα αντιισταμινικά προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα, καθώς δεν προκαλούν υπνηλία και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης. Τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας λαμβάνονται συνήθως μία φορά ημερησίως.
Στην ελληνική αγορά κυριαρχούν αποτελεσματικά αντιισταμινικά δεύτερης γενιάς. Η Cetirizine (Zyrtec, Cetirizin) παρέχει γρήγορη ανακούφιση από αλλεργικά συμπτώματα. Η Loratadine (Clarityne, Lomilan) αποτελεί κλασική επιλογή για μακροχρόνια χρήση.
Η Desloratadine (Aerius, Dasselta) προσφέρει ισχυρή δράση με ελάχιστες παρενέργειες, ενώ η Fexofenadine (Telfast, Allegra) διακρίνεται για την αποτελεσματικότητά της στην εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα. Η Levocetirizine (Xyzal, Levocet) παρέχει 24ωρη προστασία, και η Bilastine (Bilaxten) είναι από τις νεότερες επιλογές.
Για σοβαρότερα συμπτώματα, τα κορτικοστεροειδή σπρέι όπως Avamys και Nasonex προσφέρουν αντιφλεγμονώδη δράση. Η Chlorpheniramine (Piriton) παραμένει χρήσιμη για συγκεκριμένες περιπτώσεις παρά τις παρενέργειές της.
Η σωστή δοσολογία των αντιαλλεργικών φαρμάκων διαφέρει ανάλογα με την ηλικία. Για ενήλικες, η συνήθης δόση αντιισταμινικών είναι 5-10mg ημερησίως. Τα παιδιά 6-12 ετών λαμβάνουν συνήθως τη μισή δόση των ενηλίκων, ενώ για παιδιά 2-6 ετών χρησιμοποιούνται ειδικές παιδιατρικές συσκευασίες. Για βρέφη κάτω των 2 ετών απαιτείται υποχρεωτικά ιατρική συνταγή και στενή παρακολούθηση.
Τα περισσότερα αντιαλλεργικά λαμβάνονται μία φορά ημερησίως, κατά προτίμηση το βράδυ για τα παραδοσιακά αντιισταμινικά που προκαλούν υπνηλία, ή το πρωί για τα νεότερα. Μπορούν να ληφθούν με ή χωρίς φαγητό. Η διάρκεια θεραπείας εξαρτάται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και μπορεί να κυμαίνεται από λίγες ημέρες έως μήνες.
Ενδείκνυται ιδιαίτερη προσοχή σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης και θηλασμού, καθώς και σε ασθενείς με ηπατικά ή νεφρικά προβλήματα. Πιθανές αλληλεπιδράσεις υπάρχουν με ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά. Σε περίπτωση εμφάνισης δυσκολίας στην αναπνοή, οιδήματος ή σοβαρών παρενεργειών, απαιτείται άμεση ιατρική βοήθεια.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των αλλεργιών απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση που συνδυάζει φαρμακευτική αγωγή με περιβαλλοντικές παρεμβάσεις. Στο σπίτι, διατηρήστε τα επίπεδα υγρασίας κάτω από 50%, χρησιμοποιήστε αντιαλλεργικά καλύμματα στρωμάτων και καθαρίζετε τακτικά με ηλεκτρική σκούπα HEPA φίλτρου.
Η έγκαιρη θεραπεία και τακτική παρακολούθηση των συμπτωμάτων είναι κρίσιμες για την πρόληψη επιπλοκών. Συνεργαστείτε με αλλεργιολόγο για τον προσδιορισμό των ειδικών αλλεργιογόνων παραγόντων και την ανάπτυξη εξατομικευμένου σχεδίου θεραπείας. Σε περιπτώσεις αναφυλαξίας, διαθέστε πάντα αυτοενέσιμη επινεφρίνη και ενημερώστε το περιβάλλον σας για τη χρήση της.